- τίμηση
- η / τίμησις, -ήσεως, ΝΑ, και δωρ. τ. τίμασις Α [τιμώ]1. απονομή τιμής, σεβασμού2. αποτίμηση, διατίμηση («οὔσης τῆς ὅλης τιμήσεως ὑπὲρ ἑξήκοντα τάλαντα», Πολ.)αρχ.1. δαπάνη, έξοδο2. εκτίμηση ζημιάς, βλάβης3. καθορισμός τής ποινής που πρέπει να επιβληθεί σε κατηγορούμενο4. (ιδίως στην αρχ. Ρώμη) εκτίμηση τής περιουσίας τών πολιτών από τους τιμητές5. καταβολή χρηματικού ποσού, πληρωμή6. φρ. «ἀπὸ τιμήσεως πολίτευμα» — η τιμοκρατία (Διόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.